-
1 ποικίλος
ποικίλος, bunt, buntfarbig, gesprenkelt; παρδαλέη, Il. 10, 30; κιϑῶνες, Her. 7, 61; λίϑος, 2, 127; ἐν ποικίλαισι νεβρίσι, Eur. Bacch. 249; bei Xen. An. 5, 4, 32, dem ἀνϑέμιον ἐστιγμένος entsprechend, tättowirt; bes. bunt, mannichfach verziert, mit kunstreicher Arbeit, sowohl von Erzarbeit als von Stickerei, πέπλος, Il. 5, 735. 8, 386; ϑώρηξ, 16, 134, τεύχεα, 3, 327 u. öfter, σάκος 10, 149, κλισμός, Od. 1, 132, ϑρόνοι, Il. 22, 441; Pind. auch von kunstvollem Gesange, ὕμνοι, Ol. 6, 87 N. 5, 42; so ποικίλον κιϑαρίζων, N. 4, 14; ποικίλα ὲσϑήματα, Aesch. Pers. 836; τὰ ποικίλα, bunte Teppiche, Ag. 900. 910; vgl. ποικίλα ἐνδύς, bunte Kleider, Luc. Tim. 27; ζυγά, ἁρμόσματα, Eur. Bacch. 1054 Hel. 418; auch λαλήματα, Andr. 938; ἱμάτιον, Plat. Rep. VIII, 557 c; ποικίλη, χρώμασι διειλημμένη, Phaed. 110 b; ἡ ποικίλη, mit u. ohne στοά, die von Polygnotus mit Wandgemälden geschmückte Halle, z. B. Dem. 45, 17. – Mannichfaltig, verschiedenartig; ποικίλον τί ἐστι τὸ ἀγαϑὸν καὶ παντοδαπόν, Plat. Prot. 334 b, vgl. Rep. VIII, 559 d; καὶ παναρμόνιοι λόγοι, Phaedr. 277 c; Ggstz ἁπλοῦν, Theaet. 146 d; dah. auch = schwer einzusehen, verwickelt, schwierig, von Orakeln, Her. 7, 111; νόμος, im Ggstz von νοῆσαι ῥᾴδιος, Plat. Conv. 182 b; vgl. noch οὐ γάρ τι φαύλης μέτοχόν ἐστι τέχνης τὸ νῦν ζητούμενον, ἀλλ' εὖ μάλα ποικίλης, Soph. 223 c; auch εἰπεῖν παρὰ τὴν ἐκείνου σοφίαν ἕτερόν τι ποικιλώτερον, Phaedr. 236 b; vgl. Xen. Mem. 2, 3, 10. – Uebertr. auf den Geist, verschiedene Gestalten annehmend, gewandt, listig; Prometheus, Hes. Th. 511, wie Aesch. Prom. 308; βουλεύματα, Pind. N. 5, 28; auch ψεύδεα, Ol. 1, 29; vgl. Soph. O. C. 766 Trach. 411; εἰδέναι τι ποικίλον, Eur. Med. 300; vgl. ποικίλος ἀνήρ Ar. Equ. 755; auch λόγοι, εὖ διεζητημένοι, Th. 439; u. so verbindet Plat. ἀλώπεκα κερδαλέαν καὶ ποικίλην, Rep. II, 365 c; Dem. οὐδὲν ποικίλον οὐδὲ σοφόν, 9, 37; Sp., ἀνήρ, Pol. 8, 18, 4, gew. im schlimmen Sinne. Auch = veränderlich, καὶ εὐμετάβολος, Arist. eth. 1, 10; sprichw. ποικιλώτερος Πρωτέως, Luc. sacrif. 5. – Daher καιροὶ ἐπισφαλεῖς καὶ ποικίλοι, Pol. 18, 36, 6, zweifelhaft, schwierig; ἐλπίδες, 14, 1, 5 u. öfter. – Adv., ποικίλως καὶ ἀγεννῶς χρῆσϑαι τοῖς πράγμασιν, Pol. 4, 30, 7; π οικίλως ἔχειν, verschieden sein, Xen. Mem. 2, 6, 21.
См. также в других словарях:
ευμετάβολος — η, ο (ΑΜ εὐμετάβολος, ον) 1. ο ευμετάβλητος («τὰ βέβαια ταῡτα ἤθη καὶ οὐκ εὐμετάβολα», Πλάτ.) 2. το ουδ. ως ουσ. το ευμετάβολο(ν) η ευμεταβλησία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + μετα βολή (< μεταβάλλω)] … Dictionary of Greek
ποικίλος — η, ο / ποικίλος, η, ον, ΝΜΑ αυτός που εμφανίζει πολλές και διαφορετικές μορφές, που είναι διαφόρων ειδών, ο πολύμορφος 2. αυτός που έχει διαφόρων ειδών χρώματα, ο ποικιλόχρωμος, κατάστικτος (α. «ποικίλοι χρωματισμοί» β. «ἡ μὲν... σμύραινα… … Dictionary of Greek
Σάββα Αγίου, μονή — Ιστορικό μοναστήρι, σήμερα πατριαρχικός ναός, στην Αλεξάνδρεια. Η γραφή Σάββα σπανίζει στους παλιούς κώδικες. Η ιστορία του αλεξανδρινού μοναστηριού, χάνεται στο σκοτάδι των αιώνων. Φαίνεται πως η αρχική ονομασία του, ήταν Άγιος Μάρκος. Υπάρχει… … Dictionary of Greek
αιόλος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Μυθικός γενάρχης των Αιολιδών και της φυλής των Αιολέων, γιος του Έλληνα και αδελφός του Δώρου και του Ξούθου. 2. Βασιλιάς του μυθικού νησιού Αιολίης, που ο Δίας τον είχε διορίσει κυβερνήτη ή ταμία των ανέμων. Γιος… … Dictionary of Greek
Μπερνάρ, Σάρα — (Sarra Bernhardt, Παρίσι 1844 – 1923). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο της εβραϊκής καταγωγής Γαλλίδας ηθοποιού, συγγραφέως και θεατρικής δραματουργού Ανριέτ Ροζέν Μπερνάρ (Henriette Rosine Bernard). Κόρη Εβραίων, οι οποίοι έγιναν μετά καθολικοί, εκδήλωσε … Dictionary of Greek
ευμετάφορος — εὐμετάφορος, ον (ΑΜ) αυτός που μετακινείται, που μεταφέρεται εύκολα και γρήγορα, αυτός που φέρεται από το ένα μέρος στο άλλο με ευκολία, ταχύς, ευκίνητος («ὀφθαλμοὶ εὐμετάφοροι πρὸς ἑκάτερα», Ε. Μ.) μσν. (για ψυχικές καταστάσεις) ευμετάβολος,… … Dictionary of Greek
πολύμορφος — η, ο / πολύμορφος, ον ΝΜΑ αυτός που έχει πολλές μορφές, που παρουσιάζεται με πολλές μορφές νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. το πολύμορφο χημ. πολύμορφο σώμα 2. φρ. α) χημ. «πολύμορφο σώμα» και «πολύμορφη ένωση» ένωση που εμφανίζεται σε περισσότερες από … Dictionary of Greek
φορητός — ή, ό / φορητός, ή, όν, ΝΑ, θηλ. και ος Α [φορῶ] αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να μεταφέρει ή να τόν μετατοπίσει (α. «φορητή συσκευή» β. «φορηταὶ οἰκίαι», Φίλ.) αρχ. 1. αυτός που μετακινείται (α. «κυμάτεσσι φορητά», Πίνδ. β. «ἄστρα φορητά» οι… … Dictionary of Greek
PLUTARGHUS Chaeronensis — Philiosophus, Historicus et Orator, foloruit sub Nerva, Traiano et Adriano Imperatorib. Discipul. Ammonii fuit primum, dein in Graecia et Aegypto, eruditos adiit, ubique exactissime omnibus annotatis. Exin Romam profectus, magno ibi in pretio… … Hofmann J. Lexicon universale
αγχίστροφος — ἀγχίστροφος, ον (Α) 1. αυτός που στρέφεται γρήγορα, ο ευκίνητος 2. αυτός που μεταβάλλεται γρήγορα και εύκολα, άστατος, ευμετάβολος, ξαφνικός 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀγχίστροφον ταχύτητα μεταβάσεως από τη μία σκέψη στην άλλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγχι +… … Dictionary of Greek
επέτειος — η (AM ἐπέτειος, ον και ος, ία, ον) νεοελλ. η ημέρα κατά την οποία συμπληρώνεται χρόνος ή αριθμός ετών από τότε που συνέβη σημαντικό γεγονός («εθνική επέτειος») αρχ. μσν. 1. αυτός που συμβαίνει, που επαναλαμβάνεται κάθε χρόνο («τήν ἐπέτειον… … Dictionary of Greek